λαδόκολλα

λαδόκολλα
η
1. χαρτί αδιάβροχο στο λάδι, κατάλληλο για τύλιγμα φαγητών, λαδόχαρτο
2. φρ. «τόν τύλιξα σε μια λαδόκολλα» — τόν έπεισα να ακολουθήσει τη δική μου γνώμη, τόν παρέσυρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Gyros — This article is about the food dish. For other uses, see Gyro. Gyros or gyro (giros) (pronEng|ˈjɪəroʊ or IPA|/ˈdʒaɪroʊ/, Greek: γύρος turn ) is a Greek fast food;. It is a kind of meat roasted on a vertical rotisserie. By extension, gyros may… …   Wikipedia

  • λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”